- αναξιοπαθής
- ης, ες1) незаслуженно страдающий; 2) бедствующий, нищенствующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξιοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υποφέρει άδικα: Γνώριζαν πως ήταν αναξιοπαθής, αλλά και με αξιοπρέπεια, γι αυτό τον βοηθούσαν πολύ διακριτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναξιοπαθής — ές αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + παθής < αορ. ἔπαθον τού πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
αναξιοπάθεια — η (Α ἀναξιοπάθεια) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] το να υποφέρει, να δεινοπαθεί κάποιος άδικα αρχ. η αγανάκτηση που προέρχεται από άδικα δεινά … Dictionary of Greek
αναξιοπαθώ — ( έω) (Α ἀναξιοπαθῶ) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] δεινοπαθώ άδικα, χωρίς να φταίω αρχ. αγανακτώ επειδή δεινοπαθώ άδικα … Dictionary of Greek